αντέγγραφο

αντέγγραφο
(öncekine ilişkin) geçersizlik belgesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντέγγραφο — το έγγραφο που συντάσσεται για ν ανατρέψει εν όλω ή εν μέρει την ισχύ ή την αποδεικτική δύναμη άλλου έγκυρου εγγράφου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”